- μπότσα
- η (Μ μπότσα και μπότζα)νεοελλ.μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως τού μούστου, ίσο με δύο οκάδες, δηλ. δυόμισυ περίπου χιλιόγραμμαμσν.εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bozza].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπότσα — η (λ. βενετ.), ξύλινο δοχείο για το μέτρημα του μούστου ή του κρασιού, χωρητικότητας τριών κιλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουτζίκι — μπουτζίκι, τὸ (Μ) μετρική μονάδα χωρητικότητας δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. μπότζα / μπότσα. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται είτε με το ιταλ. moggio, βεν. mozo «μόδιος» είτε με τουρκ. buşuk «μισός»] … Dictionary of Greek